οζοκηρίτης

οζοκηρίτης
Ορυκτό, βιτουμινούχο, της ομάδας των ναφθίδιων, που στην εμφάνιση είναι όμοιο με τον κηρό των μελισσών. Μεγάλα συσσωματώματα του ορυκτού αυτού σχηματίζουν το πέτρωμα που είναι γνωστό ως κηρός. Ο ο. ποικίλλει σε χρώμα από ανοιχτό πράσινο και κίτρινο έως σκοτεινό καστανό. Είναι λιπαρός στην αφή, έχει χαρακτηριστική μυρωδιά πετρελαίου και παίρνει εύκολα φωτιά. Αποτελεί μείγμα στερεών (υψηλού σημείου τήξης) υδρογονανθράκων, κυρίως της σειράς των παραφινών CνΗ2ν+z με πρόσμειξη υγρών υδρογονανθράκων της ίδιας σειράς. Ο ο. είναι 84-86% άνθρακας και 13,5-15% υδρογόνο. Το σημείο τήξης είναι 52°-85° C και μερικές φορές ψηλότερο. Είναι διαλυτός στη βενζίνη, στο πετρέλαιο, στον διθειούχο άνθρακα, στο βενζόλιο και στο χλωροφόρμιο αλλά είναι σχεδόν αδιάλυτος στην αλκοόλη, στο νερό και στα αλκάλια. Άμμοι και ασβεστόλιθοι περιέχουν 4-16% ο. Το ορυκτό αυτό χρησιμοποιείται στη βιομηχανία καλλυντικών για την παρασκευή υγρών σκευασμάτων και κρεμών. Ακόμα χρησιμοποιείται στη βιομηχανία παρασκευής βερνικιών και για την κατεργασία υλών για ύφανση. Μεγάλες ποσότητες ο. κατεργάζονται για την παραγωγή κηροζίνης.
* * *
ο
(ορυκτ.) ορυκτός κηρός ανοιχτού κίτρινου έως καστανόφαιου χρώματος, ο οποίος αποτελείται κυρίως από στερεούς παραφινικούς υδρογονάνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozocerite (< ὄζω + κηρίτης < κηρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …   Dictionary of Greek

  • κηροί — Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”